Αναμφισβήτητα το θέμα της εσωτερικής ασφάλειας ενός κράτους αποτελεί στις μέρες μας πρωταρχικό ζήτημα στην χάραξη πολιτικών από τις εκάστοτε κυβερνήσεις , αλλά και μέρος της απλής καθημερινότητας κάθε πολίτη που επιζητά την οικογενειακή , κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στα πλαίσια μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Ένας από τους μηχανισμούς που μπορούν να διασφαλίσουν τα παραπάνω , είναι η δημόσια δύναμη αστυνόμευσης κάθε χώρας και στην περίπτωση μας , η Ελληνική Αστυνομία. Ένας οργανισμός ο οποίος καλείται πλέον να ανταποκριθεί σε ένα περιβάλλον με διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις , αφού η παγκοσμιοποίηση , η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας , η συνεχής αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής από συνανθρώπους μας οικονομικούς μετανάστες , σε συνδυασμό με την κοινωνική πρόοδο και την αύξηση του βιοτικού και κοινωνικού επιπέδου που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στις ανεπτυγμένες χώρες , καθιστούν τις παραδοσιακές μεθόδους αστυνόμευσης , πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας , παρωχημένες και αναποτελεσματικές.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Ελληνική Αστυνομία για να επιτύχει την αποστολή της θα πρέπει σαφώς να εκσυγχρονισθεί ακόμη περισσότερο , λειτουργώντας με διαφάνεια σε προκαθορισμένα δημοκρατικά πλαίσια και λαμβάνοντας υπ’ όψιν πάντοτε και πρώτα από όλα τον παράγοντα άνθρωπο, είτε αυτή η έννοια αφορά την υποχρέωση της για την προστασία των έννομων αγαθών κάθε πολίτη , είτε αφορά την δυνατότητα της να διατηρεί στις τάξεις και να στελεχώνεται από ανθρώπινο δυναμικό το οποίο μέσα από τις κατάλληλες συνθήκες και διαδικασίες που θα διαμορφωθούν , θα είναι ικανό να επιτυγχάνει ανά πάσα στιγμή το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο εκσυγχρονισμός αυτός για να επιτευχθεί θα πρέπει να στηριχθεί σε τέσσερις βασικούς και αλληλένδετους μεταξύ τους πυλώνες οι οποίοι είναι , το ανθρώπινο δυναμικό , η υλικοτεχνική υποδομή , η πολιτική βούληση και η κοινωνική αποδοχή του έργου της ΕΛ.ΑΣ. , τη χρησιμότητα των οποίων αναλυτικά για τον καθένα θα αναπτύξουμε παρακάτω.
Πρωταρχικός και βασικότερος όλων των παραγόντων σε οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο , έτσι και για την Ελληνική Αστυνομία το παραγόμενο έργο της , εξαρτάται και αντικατοπτρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα στελέχη της. Τα στελέχη αυτά θα πρέπει να κατατάσσονται πάντοτε με αξιοκρατικά κριτήρια , κάτι που πραγματώθηκε από το έτος 1996 μέχρι σήμερα με την εισαγωγή των Αστυνομικών στο Σώμα μέσω του αδιάβλητου συστήματος των Πανελλαδικών Εξετάσεων και για οποιοδήποτε θέμα ήθελε προκύψει σχετικά με την αναβάθμιση της διαδικασίας πρόσληψης , υποχρεωτικά οφείλει να έχει ως βάση συζήτησης το παραπάνω σύστημα , το οποίο είναι αποδεκτό από το σύνολο της Ελληνικής κοινωνίας. Η πρόσληψη υπαλλήλων με άλλους τρόπους με την επίκληση ανάθεσης δήθεν ειδικών καθηκόντων , απέδειξε ότι ουσιαστικά σε τίποτε δεν ωφέλησε , μιας και τελικά αποφασίσθηκε η ομογενοποίηση τους με το υπόλοιπο αστυνομικό προσωπικό. Βέβαια αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός , ότι ενώ από την μία οι συνάδελφοι συνοριοφύλακες και ειδικοί φρουροί , στα πλαίσια της ομογενοποίησης αυτής , από 01-01-2009 εντάσσονται με νόμο κανονικά ως αστυφύλακες στην Ελληνική Αστυνομία , από την άλλη προκηρύσονται νέες ανάλογες θέσεις συνεχίζοντας την παράκαμψη των πανελλαδικών εξετάσεων , που τίποτε άλλο δεν προσφέρει πλην της συντήρησης του κλίματος των «διαφορετικών ταχυτήτων» στην ΕΛ.ΑΣ. , καθώς και του φαινομένου του κομματικού χαρακτηρισμού των Αστυνομικών , που τόσα δεινά έχει επιφέρει τόσα χρόνια στην λειτουργία του Σώματος.
Αφού λοιπόν επιλεχθούν και προσληφθούν οι κατάλληλοι , το επόμενο βήμα για την κατάρτιση τους δεν είναι άλλο από την ποιοτική εκπαίδευση τους μέσα από τις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας. Οι σχολές αυτές για να παρέχουν τα εχέγγυα στους νέους Αστυνομικούς θα πρέπει να αναβαθμιστούν από την πολιτεία και να μεταμορφωθούν από διασκορπισμένα ανά την Ελλάδα στρατιωτικού τύπου παραρτήματα άλλων εποχών , σε ένα νέο Πανεπιστήμιο Αστυνομικών Σπουδών , που μέσα από σύγχρονες εγκαταστάσεις που θα διαθέτει , μόνιμο διδακτικό αστυνομικό και πολιτικό προσωπικό αποτελούμενο από έμπειρους καθηγητές και συνεχές πρόγραμμα εκπαίδευσης ανάλογο με τις αυξανόμενες απαιτήσεις των καιρών , θα είναι ικανό να παρέχει την κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση , για ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο αντικείμενο , που πέραν των άλλων άπτεται του κυρίαρχου συνταγματικού αγαθού της προσωπικής ελευθερίας κάθε πολίτη. Στο ίδιο πανεπιστημικό ίδρυμα θα συνεχίζουν να μετεκπαιδεύονται και να επιμορφώνονται οι Αστυνομικοί καθ’ όλη την διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους , ώστε ανά πάσα στιγμή να έχουν τα εφόδια να ανταπεξέρχονται με επιτυχία στα ειδικότερα και δυσκολότερα καθήκοντα που θα τους ανατίθενται , ενώ οι εκπαιδεύσεις αυτές θα λογίζονται σοβαρά κατά την αξιολόγηση τους , τόσο στην ανέλιξη τους στην κλίμακα της ιεραρχίας , όσο και στην τοποθέτηση τους σε Υπηρεσίες για τις οποίες θα έχουν κριθεί κατάλληλοι. Στο σημείο αυτό όμως , θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι σκοπός της λειτουργίας του Πανεπιστημίου Αστυνομικών Σπουδών δεν πρέπει να είναι σε καμία περίπτωση η δημιουργία άβουλων Αστυνομικών-εκτελεστικών οργάνων , αλλά Αστυνομικών-πολιτών επιστημονικά καταρτισμένων με ικανότητα κριτικής σκέψης , που με ευσυνειδησία και μακριά από κάθε ίχνος διαφθοράς , θα εκτελούν το καθήκον τους στα πλαίσια των Νόμων , των κανονισμών και των διαταγών του Σώματος , προς όφελος της κοινωνίας των πολιτών της οποίας θα είναι ενεργά και αναπόσπαστα μέλη , διαδραματίζοντας πρωτεύοντα ρόλο και καταξιώνοντας με την επαγγελματική και κοινωνική συμπεριφορά τους το λειτούργημα που διάλεξαν να υπηρετήσουν.
Δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο επαγγελματίες Αστυνομικούς , η αμέσως επόμενη βασική υποχρέωση της πολιτείας που θέλει και αποζητά την αποτελεσματικότητα του έργου τους , είναι η παροχή της ανάλογης σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής που θα ολοκληρώσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες , είτε αυτές αφορούν την κάθε ανθρώπινη μονάδα , είτε αφορούν την λειτουργία των Υπηρεσιών σε κάθε επίπεδο. Είναι αδιανόητο να μιλάμε για σύγχρονη αστυνομία όταν οι κτιριακές εγκαταστάσεις σε πολλές περιπτώσεις είναι επιεικώς ακατάλληλες για το προσωπικό , τους κρατουμένους αλλά και για τους πολίτες που προσέρχονται να εξυπηρετηθούν. Είναι αδιανόητο να κατασπαταλιέται αφειδώς δημόσιο χρήμα ως ενοίκιο κτιρίων ιδιωτών , που στερούνται των απαραίτητων χώρων και συνθηκών εργασίας , που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν συνανθρώπους μας με κινητικά προβλήματα και που τα κρατητήρια τους δεν πληρούν τις προβλεπόμενες προδιαγραφές ασφαλείας αλλά και αξιοπρεπούς κράτησης. Είναι αδιανόητο στην σημερινή κοινωνία της πληροφορίας , αστυνομικές υπηρεσίες να μην έχουν άμεση πρόσβαση στο διαδίκτυο ή να μην παρέχεται η δυνατότητα πρόσβασης στους ανακριτικούς υπαλλήλους , σε βάσεις δεδομένων της εθνικής νομοθεσίας (π.χ. Εθνικό Τυπογραφείο) τις διατάξεις της οποίας καλούνται καθημερινά να ερμηνεύσουν και να εκτελέσουν , εξαναγκαζόμενοι εκ των πραγμάτων να προσφεύγουν με δικά τους έξοδα σε συλλογές ιδιωτών. Είναι αδιανόητο αστυνομικοί να αγοράζουν από το ελεύθερο εμπόριο τον ατομικό οπλισμό τους γιατί ο χορηγούμενος υπηρεσιακός είναι πεπαλαιωμένος και αναποτελεσματικός καθώς επίσης να πληρώνουν από την τσέπη τους την στολή που φορούν όταν αυτή από την φύση της εργασίας καταστρέφεται μετά από μια απλή μικροσυμπλοκή. Είναι αδιανόητο να προβλέπονται στους ετήσιους κρατικούς προϋπολογισμούς ανεπαρκή κονδύλια για τα λειτουργικά έξοδα της ΕΛ.ΑΣ. με αποτέλεσμα αιτούμενες δαπάνες για γραφική ύλη , εξοπλισμό γραφείων , μικροεπισκευές κτιρίων , ελαστικά αυτοκινήτων κ.λ.π. να μην εγκρίνονται ή να καθυστερούν αδικαιολόγητα μπλέκοντας στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και ο αστυνομικός να οδηγείται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Υπηρεσίας του στην επιλογή της «πλαγίας οδού», επαιτώντας από τον κάθε τοπικό αιρετό άρχοντα , εργολάβο , επιχειρηματία για μία «δωρεά» , που μοναδικό σκοπό έχει μεν την βελτίωση της λειτουργικότητας της , από την άλλη όμως δεν εξυπηρετεί σε καμία περίπτωση το κύρος και την αξιοπρέπεια των αστυνομικών αλλά και του Σώματος. Δυστυχώς τα παραπάνω παραδείγματα και πολλά ακόμη που θα μπορούσαν να αναφερθούν , απεικονίζουν την ζοφερή πραγματικότητα που δεν τιμά κανέναν μας και πρέπει να εξαλειφθούν , ώστε ο επαγγελματίας αστυνομικός έχοντας όλα τα εφόδια να μπορεί να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο έργο του και να επιτύχει σε αυτό , ικανοποιώντας συνάμα τις αυξημένες απαιτήσεις που θα έχει και η πολιτεία από αυτόν , αφού πρότερα όμως αυτή θα έχει καλύψει όλες τις υποχρεώσεις απέναντι του. Τι χρειάζεται όμως για να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω και να επέλθει στην Ελληνική Αστυνομία η αλλαγή εκείνη που θα την μεταμορφώσει σε σύγχρονο δημοκρατικό αλλά και σε κάθε περίπτωση αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό;
Η απάντηση δεν είναι άλλη από την πολιτική βούληση , η οποία δεν αφορά μόνον τον πολιτικό σχηματισμό της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας , αλλά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων που μέσα από συναίνεση θα πρέπει να συναποφασίσουν τι είδους Αστυνομία και Αστυνομικούς θέλουν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κράτους και των πολιτών. Η μικροκομματική εκμετάλλευση τυχόν επιχειρησιακών λαθών ή επιτυχιών και ο εγκλωβισμός των πολιτικών στην αντιμετώπιση του ρόλου της Αστυνομίας στον κοινωνικό ιστό με γνώμονα βιώματα «άλλων» εποχών , δεν ωφελεί σε τίποτα πλην της επιφανειακής και ρηχής αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Έλληνας αστυνομικός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η ανιδιοτελής συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων μέσα από ένα ουσιαστικό διάλογο και αναγκαίες υποχωρήσεις , μπορεί να οδηγήσει στη λήψη πολιτικών αποφάσεων που με μαθηματική ακρίβεια θα δημιουργήσουν μία Ελληνική Αστυνομία με ισχυρό , αξιοκρατικό , αυτοτελή και ανεξάρτητο διοικητικό μηχανισμό , ο οποίος αξιοποιώντας την παρασχεθείσα από την ίδια την πολιτεία γνώση των στελεχών της που θα τον απαρτίζουν , θα καταστήσει αυτά ικανά μέσα από το κατάλληλο οικονομοτεχνικό περιβάλλον που θα έχουν στην διάθεσή τους , να ανταπεξέλθουν στην αποστολή τους και μόνον , αποτινάσσοντας τα κάθε είδους αλλότρια καθήκοντα που τους βαραίνουν μέχρι σήμερα. Επίσης η επίδειξη του ανάλογου ενδιαφέροντος από πλευράς πολιτικής αλλά και φυσικής ηγεσίας του Αστυνομικού Σώματος , προς τα κεκτημένα με αγώνες ατομικά δημοκρατικά δικαιώματα κάθε αστυνομικού όπως η συμμετοχή στο αστυνομικό συνδικαλιστικό κίνημα και η δυνατότητα εκλογής του στην τοπική αυτοδιοίκηση , μόνον θετικά μπορεί να επιδράσει στην επίλυση κάθε προβλήματος , μιας και μέσα από αυτά ο υγιώς σκεπτόμενος αστυνομικός θα μπορεί να αναδείξει τις ιδέες και τους προβληματισμούς του , διεκδικώντας μέσα από νόμιμες δημοκρατικές διαδικασίες την στήριξη του έργου του και την εξασφάλιση της απαιτούμενης ποιότητας ζωής του ιδίου , της οικογενείας του και των συμπολιτών του.
Αφού όλα τα παραπάνω γίνουν πράξη και επειδή ο ρόλος της κάθε αστυνομίας στα δημοκρατικά καθεστώτα είναι η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας , για να είναι αποτελεσματικότερο το έργο της θα πρέπει να τυγχάνει και της ανάλογης αποδοχής και εμπιστοσύνης από τους πολίτες που υπηρετεί. Συνεπώς εφόσον πραγματοποιηθούν οι προαναφερθείσες οργανωτικές και πολιτικές διεργασίες , αυτές θα αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς , γινόμενες άμεσα αντιληπτές από το κοινωνικό σύνολο που σε κάθε περίπτωση θα επηρεαστεί θετικά από τις μεταβολές. Αντιλαμβανόμενος ο πολίτης ότι η Ελληνική Αστυνομία μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των καιρών , θα αποδεχθεί και θα επικροτήσει το έργο της , ενώ συνάμα θα μπορεί να σταθεί αρωγός στις προσπάθειες του επαγγελματικά καταρτισμένου και κοινωνικά αναβαθμισμένου ένστολου συνανθρώπου του , καταξιώνοντας τον σαν προσωπικότητα και αντιμετωπίζοντας τον ως ισότιμο μέλος στις εκφάνσεις τις καθημερινότητας , συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα μέγιστα στην αντιμετώπιση των διαφόρων ειδών εγκληματικότητας. Η κοινωνική αποδοχή αυτή θα είναι η επιβράβευση όχι μόνον των προσπαθειών των αστυνομικών , αλλά και της προσπάθειας της πολιτείας να δώσει λύσεις σε ουσιαστικά και καίρια προβλήματα , δημιουργώντας ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος ικανό να αποδεικνύει ότι σέβεται τους ίδιους τους πολίτες του.
Κλείνοντας , θα ήταν απρέπεια να μην αναφερθεί ότι έχουν γίνει και εξακολουθούν να γίνονται βήματα και προσπάθειες προς την σωστή κατεύθυνση , πλην όμως απαιτείται μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για να προλάβουμε τις εξελίξεις πριν να είναι ήδη πολύ αργά. Η σημερινή Ελληνική Αστυνομία με το προσωπικό που την απαρτίζει , αποτελεί ακατέργαστο διαμάντι που όσο και αν προσπαθούν μερικοί να το παρουσιάσουν σαν κάρβουνο , δεν θα τα καταφέρουν. Το μόνο που χρειάζεται είναι η κατάλληλη προσεκτική επεξεργασία που θα αναδείξει την ανυπολόγιστη αξία του , καθιστώντας τη ένα από τα καμάρια του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους.
ΤΡΙΓΩΝΗΣ Χρήστος Πρόεδρος Δ.Σ. Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Ν. Γρεβενών trigonischr@gmail.com |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου